γκούσα

γκούσα
η
1. πρόλοβος τών πτηνών
2. πρήξιμο τού λαιμού
3. δύσπνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ρουμ.) guša < λατ. geusiae «μάγουλα» (πρβλ. γαλλ. gousse)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • guşe — gúşe ( şi), s.f. – 1. Gît, gîtlej. – 2. La păsări, porţiune în formă de pungă unde se păstrează în timp alimentele. – 3. La oameni, bărbie dublă. – 4. La oameni, umflătură patologică în partea de jos a gîtului. – 5. Boală a oilor. – 6. Nod făcut… …   Dicționar Român

  • Lexique du roumain — Article principal : Roumain. Roumain Lexique Liste Swadesh Distribution géographique Histoire Variantes régionales Moldave Grammaire Les articles, le nom, l adjectif qualificatif et l adjectif numéral Le verbe Les pronoms et les adjectifs… …   Wikipédia en Français

  • γούλα — (I) και γούλη, η (Μ γούλα) στομάχι, κοιλιά νεοελλ. 1. πρόλοβος τών πτηνών, γκούσα 2. οισοφάγος 3. η λαιμαργία 4. σκελίδα σκόρδου 5. φέτα τών κιτρωδών 6. ψίχα τού αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. gula]. (II) η (Μ γούλα) [γουλί] είδος τεύτλου νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • γούσα — και γκούσα, η πρόλοβος των πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ρουμ.) guša < λατ. geusiae] …   Dictionary of Greek

  • πρηγορεών — και πρηγορών και προηγορεών, ῶνος, β, Α 1. είδος εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, πρόλοβος, γκούσα 2. (στον Αριστοφ.) σκωπτικός χαρακτηρισμός τού Κλέωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρηγορεών (< προ ηγορεών, με έκθλιψη τού ο ή κράση τών οη , πρβλ. προ… …   Dictionary of Greek

  • γούλα — η 1. οισοφάγος ή στομάχι: Νιώθει πόνο στη γούλα. 2. ο πρόλοβος, η γκούσα των πτηνών. 3. μτφ., η λαιμαργία: Με πιάνει γούλα κάθε βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόλοβος — ο τμήμα του οισοφάγου των πουλιών, αλλ. γκούσα, σγάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”